- απαλλοτριώνω
- απαλλοτριώνω, απαλλοτρίωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
απαλλοτριώνω — (Α ἀπαλλοτριῶ, όω) νεοελλ. αφαιρώ κ. μεταβιβάζω αναγκαστικά και βάσει του νόμου την ακίνητη περιουσία κάποιου αντί τιμήματος σε άλλον αρχ. 1. κάνω κάτι ξένο, αποξενώνω 2. (για περιουσία) δίνω σε άλλον, χαρίζω, πουλώ 3. (για πράγματα) α) διαχωρίζω … Dictionary of Greek
απαλλοτριώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, μεταβιβάζω σ άλλον την κυριότητα κάποιου ακίνητου χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη: Το κράτος απαλλοτρίωσε ένα μέρος από τα μοναστηριακά κτήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαλλοτριώ — ἐξαλλοτριῶ, όω (Α) [αλλοτριώ] 1. επιτρέπω την εξαγωγή εμπορεύματος 2. απαλλοτριώνω 3. αποξενώνω … Dictionary of Greek
εξοικονομώ — (AM ἐξοικονομῶ, έω) νεοελλ. 1. εξασφαλίζω τα αναγκαία για κάθε περίπτωση 2. διευκολύνω, βοηθώ κάποιον αρχ. 1. αφήνω στην άκρη, αποθηκεύω 2. απαλλοτριώνω, πουλώ 3. πραγματεύομαι ένα θέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οικο νομώ (< οικονόμος)] … Dictionary of Greek
προεξαλλοτριώ — όω, Α [ἐξαλλοτριῶ] απαλλοτριώνω προηγουμένως κάτι … Dictionary of Greek